- διφορώ
- (α) αμετ. плодоносить дважды, приносить урожай дважды в год
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διφορώ — ( έω και άω) (AM διφορῶ, έω) 1. (για φυτά) καρποφορώ δύο φορές τον χρόνο 2. παθ. γράφομαι, προφέρομαι ή παρουσιάζομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους νεοελλ. (η μτχ. ενεστ.) διφορούμενος αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους, δίσημος, ασαφής … Dictionary of Greek